κυριακό

κυριακό
κυριακό το
1) центральный, главный храм скита (οίκος Κυρίου – «дом Господень»), куда собираются монахи на общую службу по Воскресеньям и праздникам;
2) см. καθολικό

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κυριακό" в других словарях:

  • σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Έσπερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος ή αδελφός του Άτλαντα, πατέρας των Εσπερίδων. Ο Όμηρος τον αναφέρει ως το ωραιότερο από τα άστρα. Τα ονόματα Έ. και Εωσφόρος αφορούν την Αφροδίτη. II Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Παμφυλία… …   Dictionary of Greek

  • έσπερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος ή αδελφός του Άτλαντα, πατέρας των Εσπερίδων. Ο Όμηρος τον αναφέρει ως το ωραιότερο από τα άστρα. Τα ονόματα Έ. και Εωσφόρος αφορούν την Αφροδίτη. II Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Παμφυλία… …   Dictionary of Greek

  • ανυπόχρεος — ον κ. χρεως, χρεων 1. αυτός που δεν έχει υποχρέωση, που δεν χρωστάει χάρη σε κάποιον 2. όποιος δεν έχει οικονομικές υποχρεώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + υπόχρεος. Η λ. μαρτυρείται στον Διομήδη Κυριάκο] …   Dictionary of Greek

  • επαργύρωση — η 1. επικάλυψη μεταλλικού αντικειμένου με ασήμι 2. το ασημένιο επίστρωμα («αποτρίβω την επαργύρωοη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επαργυρώνω. Η λ. στον λόγιο τ. επαργύρωσις μαρτυρείται από το 1877 στον Κυριάκο Δ. Μυλωνά] …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροκάλαμο — Γένος φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Περιλαμβάνει δώδεκα είδη των τροπικών και των γειτονικών τους χωρών. Το γνωστό ζ. είναι φυτό ιθαγενές της Κοχινκίνας και της Βεγγάλης και καλλιεργείται σε πολλές θερμές χώρες, κυρίως στην Ινδία, στη… …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροπλαστείο — το κατάστημα κατασκευής και πωλήσεως γλυκισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαροπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στους αδελφούς Κυριακό και Μανουήλ Καπετανάκη] …   Dictionary of Greek

  • ημιπελαγιανισμός — Χριστιανική διδασκαλία που διατυπώθηκε από τον ηγούμενο Ιωάννη Κασσιανό. Ο η. στρεφόταν εναντίον των αντιλήψεων για τη θεία χάρη του Πελάγιου και για τον προορισμό του ανθρώπου του Αυγουστίνου. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές ο άνθρωπος, μετά το… …   Dictionary of Greek

  • καθεδρικός — ή, ό [καθέδρα] αυτός που ανήκει σε επισκοπική έδρα, μητροπολιτικός («καθεδρικός ναός»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cathedrale < λατ. cathedra (πρβλ. καθέδρα) + ale. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυριακό Καπετανάκη] …   Dictionary of Greek

  • καθολικίζω — μιμούμαι, ασπάζομαι τα δόγματα τών ρωμαιοκαθολικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός. Το ρ. μαρτυρείται στον τ. τής μτχ. καθολικίζοντες από το 1872 στον Αναστάσιο Διομήδη Κυριακό] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»